< δωδεκαχαλκία
δωδεκάχους >
δωδεκάχορδος
,
-ον
de doce cuerdas
ἡ δ. λύρη τοῦ Δαυίδ
Phys
.B 228.1,
ὄργανον
EM
813.43G. (ap. crít.).