< δωδεκάφῡλος
δωδεκάχορδος >
δωδεκαχαλκία
,
-ας, ἡ
impuesto de doce
χαλκοί
e.e., 18 óbolos por arura
PHib
.112.41, cf. 8 (III a.C.),
PStras
.111.10 (III a.C.) en
BL
7.245.