< δωδεκάλινος
δωδεκαμελής >
δωδεκαμάτιος
,
-ον
metrol.
de doce
μάτια
:
μέτρον
equiv. a una artaba
PCair.Isidor
.71.12 (IV d.C.),
PCol
.183.16 (IV d.C.).