< δωδεκαμάτιος
δωδεκαμερής >
δωδεκαμελής
,
-ές
de doce miembros
τῆς Ἀληθείας σώματος δωδεκαμελοῦς
Iren.Lugd.
Haer
.1.14.9, Epiph.Const.
Haer
.34.8.1.