δυσώπησις, -εως, ἡ
I
πρὸς δυσώπησιν τῶν ἀκουόντωνSch.Er.Il.1.85d, abs.
μετὰ δυσωπήσεωςEpiph.Const.Haer.73.1.7.
2 acción de avergonzar, connfundir c. gen. obj.
εἰς δυσώπησιν τῶν διαστρέφειν τοὺς ἄνδρας πειρωμένωνEus.Marcell.1.1.
II petición, súplica
πρὸς δυσώπησιν τοῦ θεοῦSch.Er.Il.1.311, cf. Ps.Nonn.Comm.in Or.4.80, Rom.Mel.10.proem.2,
οἱ ... ἐπίσκοποι ταῖς δυσωπήσεσι τινῶν ἀεὶ προσέχοντεςIust.Nou.3 proem.