δυσώνῠμος, -ον
de mal nombre, maldito
δυσώνυμοι υἷες ἈχαιῶνIl.6.255,
μοῖραIl.12.116, IAphrodisias 2.156 (biz.),
ἠὼς εἶσι δ.viene la aurora maldita en la que Penélope debe casarse con otro Od.19.571,
ὑφέλξων τὸν δυσώνυμον †ἄρτον†prob. sens. obs., Hippon.20, cf. Sapph.476.8S., Stesich.107.4S.,
πατήρHes.Th.171,
ΑἴαςS.Ai.914,
ματρόθεν ... δυσώνυμα λέκτρ'S.OC 528,
δυσειδὲς σῶμα καὶ δ.S.Fr.88.9,
φθόνοςE.Fr.403,
δυσώνυμον εἰς γῆρας ἐλθεῖνE.Fr.575,
ΚήρA.R.2.258,
πολέμου δυσωνυμοτέρα ταραχήPh.1.680,
δ. Ποδάγρα κέκλημαιLuc.Ocyp.1, cf. Trag.7,
ἑρπετόνOpp.H.2.424, cf. 165, 3.353,
ὕβριςHld.5.7.1,
δαίμωνTriph.420,
σύνηθες ... κατὰ κυρίων ὀνομάτων χωρεῖν, κἂν μὴ εἶεν δυσώνυμαEust.379.38
•neutr. subst. τὸ δ. el mal nombre
σῶν λεχέων τὸ δ.E.Andr.1189.