δυσώδης, -ες
• Morfología: [no contr. ac. δυσώδεα Hdt.2.94, gen. δυσώδεος Hp.Mul.1.13; plu. nom. δυσώδεες Nonn.D.26.116]


1 maloliente de pers. οὐκ εἰμί σοι χωλός, δ.; S.Ph.1032, cf. Arist.EE 1237b6, Plu.2.294f, de cosas τὸ δὲ πύον Hp.Prog.7, διαχώρημα Hp.Prorrh.2.23, Prog.11, cf. Epid.1.26.14, 3.1.3, πυρίη Hp.l.c., βόρβορος Hp.Mul.2.203, σύντηγμα Gal.5.701, καρπός Hdt.l.c., ὕδωρ Arist.HA 595b29, D.H.13.11, D.S.2.48, 19.98, cf. Dieuch.19.17, Luc.Dips.1, τὸ κοῖλον ... δυσωδέστατον ... τῶν σπλάγχνων Arist.PA 671b22, συκῆ de un tipo de resina, Thphr.HP 3.9.3, χυλοί LXX 4Ma.6.25, οὖρα καὶ ἄλλα δυσώδη ὑγρά Posidon.279, ποταμοί Str.16.2.44, τῶν ἀγρίων ζῴων ἡ κόπρος ἧττον δυσωδεστέρα Plu.Fr.149B., ὀχετοί D.Chr.32.15, ἀπενεκροῦτο καὶ δ. ἦν (τὸ κῆτος) Luc.VH 2.1, ὁ χρώς Paus.10.38.3
del aire, olores, emanaciones fétido, maloliente πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες Th.2.49, αἱ φῦσαι Hp.Acut.(Sp.) 11, cf. Luc.Sat.28, ὀδμαί Hp.Prog.13, cf. Arist.HA 626a27, I.AI 2.297, Nonn.D.42.398, ἀτμίδες D.S.12.58, cf. D.H.12.15, Ph.1.68, Iul.Ascal.14, ἀποφορά IMEG 97.25 (II d.C.), αὖραι Nonn.l.c.
neutr. sg. subst. τὸ δ. el mal olor, la fetidez τὸ δ. τῆς σηπεδόνος Longus 3.27.4, cf. Str.9.4.8
neutr. como adv. οὔτε ὄζει δυσῶδες Cyran.42 (cód.).

2 asqueroso, inmundo Hsch.
neutr. plu. subst. τὰ δ. las inmundicias διὰ τί ἡ ὗς τοῖς δυσώδεσι χαίρε[ι]; Arist. en CPF 1.1 (p.357), cf. Alex.Aphr.Pr.4.150.