δυσωδία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.4.47
1 mal olor, fetidez
δ. ... περὶ τὸ πνεῦμαHp.l.c.,
δυσωδίαι τῶν πτυσμάτωνHp.Coac.400,
op. εὐωδίαArist.EE 1230b29,
τοῦ στόματοςArist.Pol.1311b34, cf. Plu.2.90b, Luc.Herm.34, Hierocl.Facet.240,
τῶν σμηνῶνArist.HA 626b20,
θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγένταςPosidon.227,
τῶν ἀθάπτωνD.S.14.71, cf. 19.49,
βυρσέωςAesop.220,
δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαιen una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175,
ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεεApoc.Petr.26,
δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένηςLuc.VH 1.16, cf. Luct.11,
δυσωδίας αἴτιοςVett.Val.10.19, 105.8,
ἡ τραγικὴ δ.olor a chotuno Longus 4.17.2,
ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ.Ath.402d,
τῆς ἀηδοῦς κεδρίαςIMEG 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.V.Anton.63.3,
χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζωνAen.Gaz.Ep.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.
2 fig. inmundicia, fetidez
μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃDiog.325,
ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλουPhys.A 101.2,
τῆς κακίας δ.Ath.Al.M.26.25C,
δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίαςAth.Al.Syn.20.2,
δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτωνCyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado
Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίαςGr.Naz.M.37.656A.