< δυσέφικτος
δυσέψανος >
δυσέφοδος
,
-ον
difícil de atacar
ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε
D.S.1.57, dud.
τὸ δ.
Phld.
Rh
.1.325.