< δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος >
δυσέξαπτος
,
-ον
fisiol.
difícil de inflamar
ψυχή
Plu.
Rom
.28,
χυμὸς ... ψυχρός
Gal.7.341, Steph.
in Hp
.1.284, Pall.
Febr
.19.