δυσεξαρίθμητος, -ον
difícil de contar, incontable
κίνδυνοιPlb.3.58.6,
ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖνcitar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3,
ἁμαρτήματαNil.M.79.576D, c. dat. limitativo
(ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖςPlu.2.667e.