δυσέκφευκτος, -ον
• Alolema(s): -φυκτος AP 16.198 (Maec.)
I
καταφυγήTim.15.119.
2 del que es difícil escapar
αἰώνTim.15.129,
κρίσιςTheodect.10.4,
μεγάλη ἀπορία ... καὶ δ.Plb.1.77.7,
κίνδυνοιMan.4.477.
II adv. -ως de manera que no hay escapatoria
δ. σφιγχθεὶς χέραςAP l.c.