< δυσέκφευκτος
δυσέκφορος >
δυσεκφόρητος
,
-ον
difícil de pronunciar
subst. τὸ δ.
dificultad de pronunciación
τὸ ἐν τῇ κράσει τῶν γραμμάτων δ.
D.H.
Comp
.22.21 (var.).