< δυσαρρώστως
δυσαρχία >
δυσάρτητος
,
-ον
mal dispuesto
,
inconveniente
εἰ σκληραῖς καὶ δυσαρτήτοις ἀνάγκαις ἐνειλημμένοι
Cyr.Al.
Cat.Ep.Rom
.7.16 (p.190).