< δυσάρμοστος
δυσάρτητος >
δυσαρρώστως
adv.
con malestar
,
con indisposición
ἔφη δ. αὐτὸν ... ἐσχηκέναι τὸ σωμάτιον
Hom.Clem
.5.1.2.