δυσάλυκτος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de evitar, de difícil escapatoria
ἀνάγκηLXX Sap.17.16,
πενίηMan.3.247,
τόκοςApoll.Met.Ps.14.11
•difícil de aliviar, agobiante
δυσάλυκτον ἐκούφισες ἄλγος ἁπ[άντωνSEG 30.1477 (Hadrianópolis).
2 fatal, incurable
ποτὸν δυσάλυκτον ... φαρμακίδος σαύρης πανακηδέοςNic.Al.537,
περὶ χείλη δευομένου δ. ἰάπτεται ... κνηθμόςNic.Al.251
•ineludible, ineluctable
ἈΐδηςGVI 1729.9 (Cos II/I a.C.),
ΜοῖραIPerinthos 216.3 (II d.C.), cf. S.OC argumen.3.14.