δυσαλλοίωτος, -ον
que no se altera fácilmente, difícil de trasformar
τροφήHp.Alim.49,
ὅσα σκληρὰ φύσει καὶ δυσαλλοίωταGal.1.348,
χυμόςAlex.Aphr.Pr.1.83
•inalterable, permanente
διάθεσιςGal.1.30.
τροφήHp.Alim.49,
ὅσα σκληρὰ φύσει καὶ δυσαλλοίωταGal.1.348,
χυμόςAlex.Aphr.Pr.1.83
διάθεσιςGal.1.30.