δυσάλγητος, -ον
I
2 insensible
δ. γὰρ ἂν εἴην ... οὐ κατοικτίρωνS.OT 12, c. ac. de rel.
ἢ δειλός ἐστιν ἢ δ. φρέναςS.Fr.952.
II adv. -ως con gran dolor Cyr.Al.M.77.701B.
δ. γὰρ ἂν εἴην ... οὐ κατοικτίρωνS.OT 12, c. ac. de rel.
ἢ δειλός ἐστιν ἢ δ. φρέναςS.Fr.952.