δυσαλγής, -ές
1 muy doloroso
τύχαA.A.1165,
ἕλκωσιςPh.2.100,
τὰ ... τοῦ θανάτουPlu.2.106d,
τραύματαPlu.2.659d,
μόγοςQ.S.7.625,
κάματοςQ.S.14.68,
τὸ Ἀλ[εξάν]δριον σχῆμα ... δυ[σαλ]γέστατονChirurg.Fr.Pap.7.71.
2 cruel Hsch.
τύχαA.A.1165,
ἕλκωσιςPh.2.100,
τὰ ... τοῦ θανάτουPlu.2.106d,
τραύματαPlu.2.659d,
μόγοςQ.S.7.625,
κάματοςQ.S.14.68,
τὸ Ἀλ[εξάν]δριον σχῆμα ... δυ[σαλ]γέστατονChirurg.Fr.Pap.7.71.