δυσάερος, -ον


mal ventilado, poco aireado πόλις Str.14.2.3, cf. 16.4.1, Sabin. en Orib.9.20.8, δεσμωτήριον ... δ. (ὁ κόσμος) D.Chr.30.11, δ. καὶ συννεφὴς καὶ ζοφερός del aire, Procl.Par.Ptol.122.21.