δυσαερία, -ας, ἡ
1 insalubridad del aire
χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίαςAr.Byz.Epit.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7,
δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶνVett.Val.370.9 (= Cat.Cod.Astr.2.161.30), s. cont. SEG 43.237 (Tesalia).
2 niebla
ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαιςStr.4.1.8,
τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούςEM 378.54G.