δυσχώριστος, -ον
1 difícil de abrir separando
ὁ ὑμήνGal.2.350,
σώματαGal.2.700.
2 difícil de distinguir
ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ.Plu.2.51a,
δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶνDauid in Porph.176.13.
ὁ ὑμήνGal.2.350,
σώματαGal.2.700.
ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ.Plu.2.51a,
δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶνDauid in Porph.176.13.