δυσχωρία, -ας, ἡ
I
ἐν δυσχωρίᾳ op. ἐν ἐρυμνῷX.Cyr.1.6.35,
δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπουςOnas.11.3,
στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένονAeschin.3.87,
δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούςX.HG 3.5.20,
ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησις οὐκ ἔσται αὐτοῖςPaus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18,
τὰς δυσχωρίας διελθεῖν ἀμείνων ἄνθρωπος τοῦ ... ΚενταύρουGal.3.172, cf. X.Cyr.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.Or.1.23, Philostr.VS 542.
2 lugar insano o desagradable debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.
II
ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳPl.Mx.245e,
δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπωνPlb.2.6.4, cf. D.S.17.111,
ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξινPlu.Flam.5, cf. X.An.3.5.16,
πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόνD.H.15.4, cf. Hld.2.19.3,
τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπταιEun.VS 470,
αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαιIul.Or.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.BI 3.330
•anfractuosidad
ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαιςacumularse por fuerza en las anfractuosidades el viento en los seísmos, Arist.Mete.368a5.
2 gener. dificultad, situación difícil
διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίανSB 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c,
ἐν τοῖς λεγομένοις δ.Alex.Aphr.Fat.30, cf. Didym.Gen.234.2.