< δυσχαλίνωτος
δυσχειμερινός >
δυσχάριστος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
desagradecido
c. gen.
ὦ δυσχάριστε τῶν πυκνῶν φιλημάτων
A.
Fr
.135.