< δυσχείμων
δύσχειρος >
δυσχείριστος
,
-ον
medic.
difícil de intervenir
u
operar
(οἱ κυρσοί) κατωτέρω ... εἰς πλείονας ἀποσχίδας κατανεμόμενοι
Paul.Aeg.6.82.1.