< δύσχειμος
δυσχείριστος >
δυσχείμων
,
-ον
invernal
,
de clima frío
o
tempestuoso
χθών
E.
Ba
.15 (cód.),
λίμναι
A.R.4.635,
Αἷμος
Nonn.
D
.48.73.