< δυσφυής
δυσφυλακτέω >
δυσφυΐα
,
-ας, ἡ
dificultad de brotar
αἰτία ... τῆς δυσφυΐας ἡ τοῦ κελύφους παχύτης
Thphr.
CP
4.8.2.