< δυσφυΐα
δυσφύλακτος >
δυσφυλακτέω
vigilar angustiosamente
glos. a δυσωρέομαι
Apollon.
Lex
.1015, Sud.
δ
1678,
τὸ δ. ... κακοπαθεῖν ἐν τῷ φυλάσσειν
Eust.797.28.