< δύστηνος
δυστήρικτος >
δυστήρητος
,
-ον
difícil de guardar
,
difícil de vigilar
c. dat.
κάλλος δ. ἔφυ παίδων τοκέεσσιν
Ps.Phoc.217,
μέγα θηρίον
Plu.
Cleom
.36.