δυστῠχία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Thgn.1188, Democr.B 106
1 infortunio, desventura, desgracia
φυγεῖν ... βαρεῖαν δυστυχίηνThgn.l.c.,
ἐν δὲ δυστυχίῃ (φίλον εὑρεῖν) πάντων ἀπορώτατονDemocr.l.c.,
ἀνόμου τ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δ.E.Ba.388,
ἑλισσόμεσθ' ἐκεῖθεν ἐνθάδε δυστυχίαισιν εὐτυχίαις τε πάλινE.Io 1505,
πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίανme has culpado de una gran desventura (la corrupción de la juventud), Pl.Ap.25a, cf. Isoc.2.12,
ἐπέδειξαν δὲ καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις τὴν ἑαυτῶν ἀρετήνLys.2.58,
δυστυχίαις περιπίπτεινAesop.99.3,
ἐν δυστυχίαις διάξειVett.Val.157.7, cf. I.AI 18.343, Gal.14.600, POxy.120.5 (IV d.C.),
κάκωσις ἢ δ.Plu.2.24f,
ἄρρητοι καὶ ἄπιστοι δυστυχίαιPlu.Luc.20,
δ. ἀκούσιοςD.C.52.33.8
•c. gen. subjet.
τέκνων καὶ ... ἀπογόνωνArist.EN 1100a21,
τῶν δεσποτῶνD.Chr.7.35, cf. D.H.2.3
•c. gen. explicativo
τοῦ πάθους τῇ δυστυχίᾳ ὀνομασθένταrenombrado por la desgracia de su pasión amorosa Th.6.55
•c. ἐπί y dat.
ἐπὶ τῷ τὸν χρόνον ἀπολέσαιGal.10.560
•rel. la guerra desastre, derrota c. gen. subjet.
διὰ τὴν τῆς μοίρας δυστυχίανX.HG 4.5.19, cf. D.S.16.20.
2 mala suerte
αἱ δὲ τοιαῦται ἁμαρτίαι πρόσκεινται μὲν δυστυχίᾳPhilostr.VA 5.33, c. gen. subjet.
ΛιβύωνAristid.Or.26.70.