< Δύσσαιοι
δυσσέβεια >
δυσσάρκωτος
,
-ον
medic.
de difícil encarnadura
(ἕλκη)
Gal.12.188,
κοιλότης
Gal.12.346, cf. Aët.2.187, Orib.
Syn
.3.35.29.