< δυσπορέω
δυσπορία >
δυσπόρθητος
,
-ον
difícil de conquistar
,
saquear
o
devastar
ἡ Βαβυλών
Ps.Nonn.
Comm.in Or
.5.3,
glos. a δυσάλωτος
Sch.A.
Pr
.166D.,
πόλις
Tz.
Ex
.140.13.