δυσπορία, -ας, ἡ


I dificultad de paso τοῦ ποταμοῦ X.An.4.3.7.

II 1dificultad de encontrar, escasez c. gen. obj. τοῦ μεγάλου δράκοντος Cyran.1.4.29.

2 dificultad de resolución ἱμάντα καλέσαι διὰ τὸ ταῖς δυσπορίαις ἐνδεσμεῖν ... τοὺς ἀναγινώσκοντας Anaxag.A 40.