< δυσπρόπτωτος
δυσπρόσβλητος >
δυσπρόσβᾰτος
,
-ον
de difícil acceso
λόφος
Th.4.129,
χωρίον
Poll.1.171,
πέτρα
D.C.56.12.4,
ὄρος
D.C.
Epit
.8.6.1.