< δυσπρόσβᾰτος
δυσπρόσδεκτος >
δυσπρόσβλητος
,
-ον
difícilmente accesible
, fig.
inasequible
ἡ ζήτησις δ. ... ταῖς ἡμετέραις ἐστὶ διανοίαις
Cyr.Al.M.76.649D.