< δυσπρᾱγέω
δυσπραγής >
δυσπράγημα
,
-ματος, τό
desgracia
,
infortunio
Gr.Nyss.
Hom.in
1
Cor
.6.18, Chry.Hie.
Enc.in Thdr
.p.60.3,
πατριαρχικὸν δ.
Eust.
Op
.273.40.