δυσπραγής, -ές
desgraciado, infortunado de pers. Vett.Val.15.31,
op. εὐήμεροςIul.Ar.180.3
•neutr. compar. como adv. desventuradamente
τῶν ἐν στρατιᾷ δυσπραγέστερον ἐνηνεγμένωνPhilost.HE 3.15.
op. εὐήμεροςIul.Ar.180.3
τῶν ἐν στρατιᾷ δυσπραγέστερον ἐνηνεγμένωνPhilost.HE 3.15.