δυσπαράδεκτος, -ον


I 1difícil de admitir o creer τὸ δὲ ... παντελῶς ἐστι δυσπαράδεκτον S.E.M.9.42, ἴσως δ' ἐκεῖνο δυσπαράδεκτόν τισι δόξει Alex.Aphr.in Sens.18.18, κατεπαγγέλλει μοι ξένα τε ὁμοῦ καὶ δυσπαράδεκτα Rom.Mel.61.εʹ.6.

2 que admite con dificultad οἱ ἀκουστικοὶ πόροι Sor.4.5.28, c. gen. ἡ δυσπιστία ἕξις δ. πίστεως Clem.Al.Strom.2.6.28.

II adv. -ως con escepticismo fig. δ. ἔχειν ser escéptico Plb.12.4.7, Basil.Ep.5.1.