< δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος >
δυσπαραδεκτέω
admitir con dificultad
λεκτέον πρὸς τὸν δυσπαραδεκτοῦντα τὸ ... λεγόμενον
Origenes
Io
.2.29.