δυσομιλία, -ας, ἡ
insociabilidad, dificultad para la convivencia
ἀπήχθοντ' αὐτῷ πάντες οἱ ἄνδρες διὰ τὴν δυσομιλίανref. a Eurípides, Satyr.Vit.Eur.39.10.5.
ἀπήχθοντ' αὐτῷ πάντες οἱ ἄνδρες διὰ τὴν δυσομιλίανref. a Eurípides, Satyr.Vit.Eur.39.10.5.