< δυσοιώνιστος
δυσόκνως >
δυσοκνέω
ser perezoso
c. or. de inf.
μὴ δυσόκνει τοῦ ἐγερθῆναι εἰς σύναξιν
Ephr.Syr.2.94A, abs.
μήποτε δυσοκνήσαντός σου
Ephr.Syr.2.96C.