δυσοιώνιστος, -ον
de mal agüero de aves, Ph.2.542, Sch.Ar.Lys.506,
glos. a δύσορνιςSch.A.Th.838c, de pers., Hermog.Stat.25,
θέαμαLuc.Eun.6,
ἡ ... σιδήρου τομήSor.2.6.10, del n. de una ciudad, D.C.41.49.3,
χρήσασθαι δὲ τοῖς ἐνταφίοις δυσοιώνιστον ὑπολαμβάνωCharito 1.13.11.