< δυσξήραντος
δυσξύμβολος >
δυσξύμβλητος
,
-ον
• Alolema(s):
δυσσ-
D.C.56.29.2
difícil de comprender
τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα
Corn.
ND
28,
τέρατα
D.C.l.c.