δυσμᾰχέω
1 luchar en vano c. dat.
θεοῖσιref. a Eros, S.Tr.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac.
(τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσανPlu.2.371a, cf. 442b.
2 luchar sin cuartel abs. y fig.
ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονταιPlu.2.661c.