< δυσμᾰχέω
δυσμᾰχητέον >
δυσμαχής
,
-ές
rebelde
ὁ δυσάγωγος τε καὶ δ. op. ὁ ἐπιεικὴς καὶ εὐήνιος
Cyr.Al.M.69.861C.