< δυσμέτοχος
δυσμετρία >
δυσμέτρητος
,
-ον
1
difícil de medir
Antipho Soph.B 106.
2
difícil de atravesar
τὸ ἐπ' Εὐβοίας πέλαγος
Philostr.
VA
4.15.