< δυσμέτρητος
δυσμετρικός >
δυσμετρία
,
-ας, ἡ
métr.
fallo en la métrica
,
mala medida
εἰ δὲ γράφεται ἐφεψιόωνται, δυσμετρίαν ἔχει
Eust.1868.33.