< δυσμαρής
δυσμάτωρ >
δυσμάσητος
,
-ον
difícil de masticar
τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα
Gal.16.760.