< δυσμάραντος
δυσμάσητος >
δυσμαρής
,
-ές
difícil
ἀποτελέσμ[ατος οὐκ ὄν]τος ἄγαν δυσεφε[ίκτου] καὶ δυ[σ]μαρο[ῦς
Phld.
Rh
.2.119.