δυσμείλικτος, -ον
difícil de aplacar
πολέμιοςPlu.Phil.19,
πικρία ... τυράννουPlu.2.553a,
οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοιAst.Am.Hom.13.7.1
•neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad
τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ.Ctes.29b.7,
τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ.Plu.Mar.14.